συγκαίομαι

συγκαίομαι
συγκάηκα, συγκαμένος, ερεθίζεται το δέρμα μου λόγω τριβής: Συγκάηκε η μασχάλη μου. – Τι περπατάς σαν συγκαμένος;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκαίω — ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. συγκάω Α [καίω] καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο νεοελλ. 1. προκαλώ σύγκαμα 2. μέσ. συγκαίομαι πάσχω από ερεθισμό τού δέρματος που οφείλεται σε προστριβή με κάτι άλλο αρχ. 1. καίω αμέσως 2. υπερθερμαίνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”